- μακρυά
- далеку
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ορυκτερόπους — (orycteropus afer). Νωδό θηλαστικό που ανήκει, με περίπου δέκα υποείδη, στην τάξη των σωληνοδόντων. Έχει ύψος ως το ακρώμιο γύρω στα 50 εκ. και μήκος 1,70 μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και η ουρά· ο κορμός του είναι χοντρός και ο λαιμός και τα… … Dictionary of Greek
μογγολοειδείς — Ένας από τους κύριους κλάδους στους οποίους χωρίζεται η ανθρωπότητα κατά την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρενάτο Μπιαζούτι. Οι μ. διαιρούνται σε τρεις κορμούς: προμογγολίδες, μογγολίδες και εσκιμωίδες. Ο πρώτος κορμός περιλαμβάνει τις φυλές… … Dictionary of Greek